Οι νέες πλατείες της παλιάς πόλης
Κατεβαίνουμε τη Σαριπόλου και πάμε στο Κάστρο. Έχουμε για άλλη μια φορά το
δίλημμα για το που να κάτσουμε για καφέ και κάνουμε δυόμιση φορές τον γύρο του
κάστρου μέχρι να αποφασίσουμε. Έξω από τον χαρουπόμυλο μας πλησιάζουν πέντε πανύψηλα
ωραία κορίτσια ντυμένα μάλλον υπερβολικά για χαλαρό κυριακάτικο απόγευμα και μας
ρωτούν που είναι η πλατεία Σαριπόλου. Εγώ ξέρω ακριβώς που είναι και είμαι
απόλυτα ικανή να πάω από εδώ που είμαι αλλά μου είναι αδύνατον να το εξηγήσω σε
άλλο άτομο έτσι κάθομαι φρόνιμα και σιωπηλά ενώ ο Maurice τους εξηγεί
τη διαδρομή.
Από τη νιρβάνα μου με βγάζει η ευγενική ερώτηση των
κοριτσιών για το αν μπορούν να πάνε με τα πόδια μέχρι εκεί. Η απόσταση είναι
πολύ μικρή, εκτός και αν φοράς τακούνια και παρόλο που δεν μου φαίνετε, την έχω
κάνει τη διαδρομή με τακούνια, και πονάει, οπότε αυτό που βγαίνει από το στόμα
μου χωρίς καν να το καταλάβω έχει να κάνει με τα παπούτσια τους. Τα παρατηρώ
προσεκτικά σαν ποδίατρος ή σαν φετιχίστρια, ούτε το ένα είμαι ούτε το άλλο όσον
αφορά τα παπούτσια τουλάχιστον, και βγάζω διάγνωση ότι σιγά σιγά, τοίχο τοίχο
και προσεκτικά, πάνε άνετα με τα πόδια. Ελπίζω να μη με θυμούνται και να με
βρίζουν ακόμα.
Μεγάλη πλατεία μικρής πόλης που δεν έχω ξαναπάει
Περπατώ χαλαρά χαζεύοντας βιτρίνες και προσποιούμενη στον εαυτό μου ότι ζω
εκεί. Μπαίνω στα καταστήματα και λέω καλημέρα, μια από τις πέντε λέξεις εκείνης
της γλώσσας που γνωρίζω. Κάνω ένα γύρο χαμογελώντας στη πωλήτρια που σίγουρα με
ρωτάει αν θέλω βοήθεια και ξαναβγαίνω στη πλατεία.
Με σταματάει ένας νεαρός από ένα διαφημιστικό περίπτερο. Μου
λέει καλημέρα και ξεκινά να μιλά. Προσπαθώ να τον σταματήσω, να του πω ότι
άδικα μιλά και ότι δεν καταλαβαίνω λέξη από ότι λέει. Αυτός καταλαβαίνει ότι
προσπαθώ να τον διακόψω αλλά επειδή πρέπει να κάνει τη δουλειά του, μιλά χωρίς
να πάρει ανάσα για να μη μου δώσει την ευκαιρία να τον διακόψω.
Τελειώνει με ένα ερωτηματικό στο οποίο πρέπει να απαντήσω οπότε
αναγκάζομαι απολογητικά να του πω ότι δεν κατάλαβα λέξη από ότι μου έλεγε τόση
ώρα. Νόμιζα ότι θα φρικάρει και θα θυμώσει, αλλά αυτός συνέχισε στον ίδιο τόνο
και σε γλώσσα που καταλάβαινα, να με ρωτά από πού είμαι, πόσο καιρό μένω εκεί
και πως μου φαίνετε η πόλη του.
Μικρή πλατεία μεγάλης πόλης που αγαπώ ιδιαίτερα
Απόγευμα Κυριακής και στέκομαι στη μέση της πλατείας ακουμπισμένη σε ένα
πεζούλι περιμένοντας ένα φίλο. Νωρίτερα περπατούσα λίγο επίτηδες και λίγο χωρίς
να το θέλω, για αρκετή ώρα. Ξεκίνησα για μια μικρή βόλτα, συνέχισα μέχρι λίγο
πιο κάτω, μετά λέω να πάω στον επόμενο σταθμό για το τρένο αφού είναι τόσο
ωραία η διαδρομή και βρέθηκα μισοπεθαμένη από τη κούραση να ψάχνω απελπισμένη
σε πεζόδρομο ένα τρένο ένα λεωφορείο ένα ταξί ένα ποδήλατο, κάτι επιτέλους.
Στη πλατεία πολύς κόσμος, υπάρχουν μίμοι και μουσικοί του
δρόμου και γίνεται ένας ωραίος χαμός. Λίγο πιο πέρα, ένας τύπος παίζει στη
κιθάρα μπαλάντες της δεκαετίας του εβδομήντα. Παρατηρώ τον κόσμο με αυτό το σάουντρακ
και σκέφτομαι ότι αυτή η πόλη είναι μαγική. Εκείνη τη στιγμή, σαν σκηνή από
ταινία, βλέπω ένα ζευγάρι, μες τη μέση του κόσμου, μες τη μέση της πλατείας, να
χορεύει αγκαλιασμένο. Και να μην ερχόταν ο φίλος, μια χαρά θα την έβγαζα εκεί
όλο το βράδυ νομίζω.