Ένα ποντικάκι απ’ αυτά των κόμικς, που βαρέθηκε να κατοικεί στις
σελίδες ενός περιοδικού και που επιθυμούσε να αλλάξει τη γεύση του χαρτιού με
εκείνη του τυριού, έδωσε ένα ωραίο πήδημα και βρέθηκε στον κόσμο των ποντικιών
με σάρκα και οστά.
-Σκουάς! φωνάζει αμέσως, αισθανόμενο οσμή γάτας.
-Πως είπες; γρύλισαν τα’ άλλα ποντίκια, κομπλαρισμένα από
κείνη τη παράξενη λέξη.
-Σπλομ, μπανγκ, γκουλπ είπε το ποντίκι που μιλούσε μόνο τη
γλώσσα των κόμικς.
-Πρέπει να ‘ναι τούρκικα, παρατήρησε ένας καραβίσιος
γέρο-πόντικας που πριν μπει στη σύνταξη είχε υπηρετήσει στη Μεσόγειο. Και προσπάθησε
να του απευθύνει το λόγο στα τούρκικα. Το ποντικάκι τον κοίταξε με απορία και
είπε:
-Ζιιπ, φιις, μπρονκ!
-Δεν είναι τούρκικα! συμπέρανε ο ναυτο-πόντικας.
-Τότε τι είναι;
-Άντε βρες το!
Έτσι το ονομάσανε Αντεβρέστο και το κράτησαν κάπως σαν τον
ηλίθιο του χωριού.
-Αντεβρέστο, -το ρωτούσαν- σ’ αρέσει περισσότερο η παρμεζάνα
ή η γραβιέρα;
-Σπλιιιτ, γκρονγκ, ζιζιζιιίρ, απαντούσε το ποντίκι των
κόμικς.
-Καληνύχτα, γελούσαν οι άλλοι. Τα πιο μικρά πάλι του
τραβούσαν την ουρά επίτηδες για να το ακούσουν να διαμαρτύρεται με εκείνον τον
αστείο τρόπο: -Ζοονγκ, σπλας, σκουάρρ!
Μια φορά πήγαν για κυνήγι σ’ ένα μύλο, γεμάτο με σακιά
άσπρου και κίτρινου αλευριού. Τα ποντίκια βύθισαν τα δόντια τους σ’ εκείνο το «μάννα»
και τρώγαν με την ψυχή τους κάνοντας: κρικ, κρικ, κρικ, όπως όλα τα ποντίκια
όταν τρώνε. Αλλά το ποντίκι των κόμικς έκανε: κρεκ, σκρεκ, σκερερέκ.
-Μάθε τουλάχιστον να τρως όπως ο καθωσπρέπει κόσμος,
μουρμούρισε ο ναυτο-πόντικας. Αν ήμασταν στο καράβι θα σε είχαν πετάξει στη
θάλασσα. Το καταλαβαίνεις ή όχι ότι κάνεις ένα ενοχλητικό θόρυβο;
-Κρενγκχ, είπε το ποντίκι των κόμικς και ξαναγύρισε και
χώθηκε σ’ ένα σακί με καλαμπόκι.
Ο ναυτο-πόντικας τότε έκανε σινιάλο στους άλλους και
τέσσερις τέσσερις έφυγαν, εγκαταλείποντας τον ξένο στην τύχη του, σίγουροι ότι
δεν θα ξανάβρισκε τον δρόμο να γυρίσει σπίτι.
Για λίγο το ποντικάκι συνέχιζε να τρώει. Όταν επιτέλους
κατάλαβε ότι είχε μείνει μόνο, ήταν ήδη πολύ σκοτάδι για να ψάξει να βρει το
δρόμο κι αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο μύλο. Ήταν έτοιμο ν’ αποκοιμηθεί,
όταν, να, μες στο σκοτάδι άναψαν δυο κίτρινα φώτα, και νάσου το απαίσιο θρόισμα
από τέσσερα πόδια κυνηγού: ένας γάτος!
-Σκουάς! είπε το ποντικάκι, ανατριχιάζοντας.
-Γκραγκρρανιάου! απάντησε ο γάτος! Θε μου, ήταν ένας γάτος
από κόμικς. Η φυλή των πραγματικών γάτων τον είχε διώξει γιατί δεν κατάφερνε να
κάνει νιάο όπως πρέπει.
Οι δυο απόκληροι αγκαλιάστηκαν, ορκίστηκαν αιώνια φιλία και
πέρασαν τη νύχτα κουβεντιάζοντας στην περίεργη γλώσσα τον κόμικς. Καταλαβαινόντουσαν
θαυμάσια!
από εδώ.
μα τι γλυκό! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήας σεβαστούμε την όποια διαφορετικότητα επιτέλους
Τέλειο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήpolla wraio..
ΑπάντησηΔιαγραφήsweet! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήγλυκό και όμορφο. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήwow τέλια ιστορία:)
ΑπάντησηΔιαγραφήκάπου αθυμούμουν τουτην την ιστορία. αμα είδα το βιβλίο αθυμήθηκα... οι ωραιότερες ιστορίες που έχω διαβασει :)
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓουακ? Μμμ σκρατς σκρατς μουυυυυυυτ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣσσσσούς!
Μπαμ μπαμ! Γιαξξξξξ!
"Μέχρι που πείνασε ο γάτος.."
ΑπάντησηΔιαγραφήΣόρρυ εν άντεξα