Το πρώτο μου
κομπιούτερ ήρθε στο διαμέρισμα μου στην Αθήνα σε τέσσερις κάσιες. Ο πύργος, η
οθόνη, ο εκτυπωτής και το σκάννερ.
Άνοιξα τες κάσιες, στόλισα πάνω στες κάσιες τους το σκάννερ και τον
εκτυπωτή (φοιτητικό λουκ), τα εξαρτήματα ενώθηκαν εκεί που έπρεπε και φυσικά
τίποτα δεν λειτουργούσε από την πρώτη οπότε έπρεπε να καλέσω για βοήθεια ένα
φίλο ο οποίος στάθηκε πολύ υπομονετικός τους μήνες που ακολούθησαν. Ανέχτηκε
πολλά μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα με εμένα να ζητώ τεχνική βοήθεια επειδή δεν άνοιγε
το κομπιούτερ (ξέχασα να βάλω την πρίζα) ή εξειδικευμένη βοήθεια για να φυλάξω
αυτά που έκανα (πήγαινε File και μετά πάτα Save As και βάλτο στο desktop και θα σου φτιάξω αύριο folders να τα φυλάς. θα σου πω αύριο τι είναι τα folders, καληνύχτα.)
Όπως είπε και η
Μάνα, μου πήρε καιρό να το μάθω, να μάθω πως λειτουργεί, να το αγαπήσω και να
πάψω να το βλέπω με δέος.
Θυμάμαι που στο
πρώτο μάθημα στο πανεπιστήμιο την πρώτη μέρα, ο καθηγητής μας ρώτησε πόσοι
είχαμε υπολογιστή στο σπίτι και σήκωσαν τα χέρια τρία άτομα, δύο πλουσιόπαιδα
και ένα παιδί από τα δυτικά προάστια ο οποίος το είχε φτιάξει σχεδόν μόνος του
και ήταν ο μοναδικός που άφηνε όσους δεν είχαμε δικό μας να χρησιμοποιούν το
δικό του. Θυμάμαι τον θυμό μας που μας «ανάγκαζαν» να αγοράσουμε όλοι
υπολογιστή και τις «άχρηστες» ώρες μεταξύ μαθημάτων ενώ είχαμε τόση δουλειά να κάνουμε
-στο κομπιούτερ φυσικά- και τις περνούσαμε στις καφετέριες γύρω από τη σχολή. Βάσανα.
Μετά ήρθε το
ίντερνετ. Αγορά του modem από το Πλαίσιο της Στουρνάρη και
τρίμηνη σύνδεση otenet. Το σπίτι μου ξαφνικά έγινε στέκι για
ατελείωτο chatting στο irc ενώ εγώ γκρίνιαζα που αποξενωθήκαμε και τους έδιωχνα για να μπω εγώ στο irc. Ήταν μια αθώα ακόμα εποχή που η πρώτη ερώτηση
του συνομιλητή δεν ήταν «την έχω μεγάλη, θες να στην δείξω;» αλλά γινόντουσαν
κανονικές κουβέντες, έτσι έμαθα άπειρα συγκροτήματα και μουσικές που δεν ήξερα
μέσα από το napster. Δεν μπήκα πολλές φορές σε πειρασμό να
γνωρίσω κόσμο από το irc, μάλλον επειδή συνήθως μιλούσα με άτομα
τα οποία όπως κι εγώ δεν είχαν και πολλή διάθεση για γνωριμίες μέσω ίντερνετ,
έτσι δεν έχω κάποια ιστορία ρομαντισμού ή θρίλερ να μοιραστώ.
Θυμάμαι την πρώτη
φορά που είδα τρέηλερ μιας ταινίας στο επίσημο σάιτ της (ήταν το High Fidelity) και τους στίχους από το Hey you των Pink Floyd που για κάποιο λόγο δεν
γινόντουσαν copy/paste και τους έγραψα σε ένα σημειωματάριο, πόσο
χαζή ένοιωσα όταν κατάλαβα ότι γινόντουσαν copy/paste, απλά ήταν άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο
και δεν φαίνονταν στην word. Θυμάμαι που δεν ήξερα πώς να ψάχνω κάτι
και ποτέ δεν έβρισκα τις φωτογραφίες που ήθελα. Θυμάμαι τον φίλο που έμενε τρία
στενά παρακάτω και μοιραζόμασταν τους κωδικούς για τη σύνδεση κάνοντας
οικονομία. Σε μια εποχή χωρίς κινητά, αν δεν ήθελε να με πετάξει offline τηλεφωνώντας μου, ερχόταν μες τη μαύρη νύχτα με
τις πυτζάμες και χτυπούσε τα κουδούνια.
Θυμάμαι άμα
χτυπούσε κανένα κινητό στο λεωφορείο και όλοι παραξενευόμασταν, οι μισοί
κοίταζαν τον/την κάτοχο με ζήλια και οι άλλοι μισοί με ύφος «τς τς τς» ενώ η/ο
κάτοχος το απαντούσε με τη φράση που έγινε η επικρατέστερη με τον καιρό: «είμαι
στο… [οπουδήποτε]».
Το πρώτο μου
κινητό το αγόρασα λίγο πριν έρθω μόνιμα Κύπρο και ήταν ένα μεταχειρισμένο ericsson το οποίο έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση κάτι παρέες που είχα τότε καθώς δεν
συμβάδιζε με την κομψότητα των καφετεριών του Εναερίου. Πρώτα άλλαξα παρέες και
μετά κινητό το οποίο με άντεξε σχεδόν τέσσερα χρόνια, θυμάμαι ότι λυπήθηκα πολύ
όταν η πορτούλα του ξεκόλλησε πια τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το
χρησιμοποιήσω.
Δεν θα γκρινιάξω
για τα σημερινά «πανέξυπνα» κινητά που χαλούν με το παραμικρό. Αγαπώ το κινητό
μου, για τα μηνύματα του, για τις φωτογραφίες του, για τη σύνδεση του στο
ίντερνετ, α, και για τα τηλεφωνήματα του. Σχεδόν όσο αγαπώ και τους ανθρώπους
που φέρνει κοντά μου, οι οποίοι πιστεύω πως θα ήταν κοντά μου ακόμα και χωρίς τις
ευκολίες της τεχνολογίας. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο ποστ.