Ποτέ δεν θα σας δεχτούν στην καλή κοινωνία, αν δε μάθετε να στέκεστε στο νερό με το κεφάλι, τους έλεγε και τους ξανάλεγε, και κάθε λίγο και λιγάκι, τους έδειχνε πώς γινόταν. Τα παπάκια όμως δεν της έδιναν καμιά σημασία. Ήταν ακόμη πολύ μικρά για να καταλάβουν τι πλεονέκτημα είναι ν’ ανήκει κανείς στη καλή κοινωνία.
Τι ανυπάκουα παιδιά! φώναξε ο γερο-νεροπόντικας. Πραγματικά, θέλουνε πνίξιμο.
Με κανένα τρόπο! απάντησε η πάπια, όλοι από κάπου αρχίζουν, κι οι γονείς πρέπει να έχουν ανεξάντλητη υπομονή.
Α! Εγώ δεν έχω ιδέα πως νοιώθουν οι γονείς, είπε ο γερο-νεροπόντικας. Δεν είμαι οικογενειάρχης. Και μάλιστα, ποτέ δεν παντρεύτηκα κι ούτε λογαριάζω να παντρευτώ ποτέ. Καλή η αγάπη, αλλά πολύ ανώτερη είναι η φιλία. Και μάλιστα δεν ξέρω τίποτα στον κόσμο πιο ευγενικό ή πιο σπάνιο από μια πιστή φιλία.
Και ποιες, παρακαλώ, είναι κατά τη γνώμη σου οι υποχρεώσεις ενός πιστού φίλου; ρώτησε μια πράσινη καρδερίνα, που καθόταν σε μια ιτιά εκεί κοντά και είχε ακούσει τη συζήτηση.
Ναι, ακριβώς αυτό θέλω να μάθω κι εγώ, είπε η πάπια και κολύμπησε μέχρι την άκρη της λίμνης και στάθηκε στο νερό με το κεφάλι για να δώσει το καλό παράδειγμα στα παιδιά της.
Τι ανόητη ερώτηση! φώναξε ο νεροπόντικας. Θα είχα την απαίτηση ο πιστός μου φίλος να μου είναι πιστός, φυσικά.
Και τι θα έκανες εσύ για να του το ανταποδώσεις; είπε το πουλάκι, κάνοντας κούνια πάνε σ’ ένα ασημένιο κλαδί και τινάζοντας τις μικροσκοπικές φτερούγες του.
Δεν σε καταλαβαίνω, απάντησε ο νεροπόντικας.
Να σου πω ένα παραμύθι πάνω σ’ αυτό το θέμα, είπε η καρδερίνα.
Για μένα λέει το παραμύθι; ρώτησε ο νεροπόντικας. Αν είναι έτσι, θα το ακούσω, γιατί τρελαίνομαι για παραμύθια.
Ταιριάζει και σ’ εσένα, απάντησε η καρδερίνα, κι αφήνοντας το κλαδί της, προσγειώθηκε στην όχθη για να διηγηθεί την ιστορία του πιστού φίλου.
Μια φορά κι έναν καιρό, είπε η καρδερίνα, ήταν ένας τίμιος ανθρωπάκος που τον έλεγαν Χανς.
Ήταν άνθρωπος ξεχωριστός; ρώτησε ο νεροπόντικας.
Όχι, απάντησε η καρδερίνα. Δεν νομίζω πως ξεχώριζε, παρά μόνο ίσως για την καλή του καρδιά και το αστείο, ολοστρόγγυλο, καλοσυνάτο προσωπάκι του. Ζούσε σ’ ένα μικροσκοπικό σπίτι, ολομόναχος, και κάθε μέρα δούλευε στον κήπο του. Σ’ ολόκληρη τη περιοχή, κήπος πιο όμορφος απ΄τον δικό του δεν υπήρχε. Φραγκογαρουφαλιές άνθιζαν εκεί, και κίτρινες μανιτιές κι αγριοκαρδαμούλες. Κι έβλεπες δαμασκηνά τριαντάφυλλα και κίτρινα τριαντάφυλλα και σαφράνια λιλά και χρυσαφιά, μαβιές βιολέτες και άσπρες. Η κολομπίνα κι η μαντζουράνα, ο βασιλικός κι η πασχαλίτσα, ο νάρκισσος και το γαρίφαλο μπουμπούκιαζαν και άνθιζαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο καθώς περνούσαν οι μήνες, το ένα λουλούδι έπαιρνε τη θέση κάποιου άλλου, κι έτσι πάντα υπήρχαν όμορφα πράγματα να βλέπεις κι ευχάριστα αρώματα να μυρίζεις.
Ο μικρούλης Χανς είχε πολλούς φίλους, αλλά ο πιο πιστός του φίλος ήταν ο Χιου ο μυλωνάς. Κι αλήθεια, τόσο αφοσιωμένος ήταν ο πλούσιος μυλωνάς στο μικρούλη Χανς, που δεν περνούσε ποτέ από τον κήπο του δίχως να σκύψει πάνω από τη μάντρα για να κόψει ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια ή μια χούφτα αρωματικά βότανα, ή δίχως να γεμίσει τις τσέπες του με κεράσια και δαμάσκηνα αν ήταν η εποχή τους.
Οι αληθινοί φίλοι πρέπει να μοιράζονται τα πάντα, έλεγε ο μυλωνάς, κι ο μικρούλης Χανς κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας και καμάρωνε που είχε ένα φίλο με τόσο ευγενικές ιδέες.
Καμιά φορά ωστόσο, οι γείτονες παραξενεύονταν που ο πλούσιος μυλωνάς δεν έδινε ποτέ τίποτα σε αντάλλαγμα στον μικρούλη Χανς, μόλο που φύλαγε στο μύλο του εκατό σακιά αλεύρι, και είχε έξι αγελάδες κι ένα μεγάλο κοπάδι μαλλιαρά αρνιά. Αλλά ο Χανς ποτέ δε σκοτιζότανε με τέτοιες σκέψεις, και τίποτα δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο από το ν’ ακούει όλα τα θαυμάσια πράγματα που έλεγε ο μυλωνάς για την ανιδιοτέλεια της αληθινής φιλίας.
Κι έτσι, ο μικρούλης Χανς περνούσε τον καιρό του δουλεύοντας στον κήπο του. Την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ήταν πολύ ευτυχισμένος, όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας και δεν είχε καρπούς η λουλούδια να πουλήσει, υπέφερε πολύ από το κρύο και την πείνα, και συχνά αναγκαζόταν να πηγαίνει για ύπνο έχοντας φάει μονάχα μερικά ξερά αχλάδια ή τίποτα σκληρά καρύδια. Κι ακόμη, το χειμώνα υπέφερε από μοναξιά, γιατί ο μυλωνάς δεν ερχόταν ποτέ να τον δει.
Δεν ωφελεί να πάω να δω τον Χανς όσο κρατάει το χιόνι, έλεγε ο μυλωνάς στη γυναίκα του, γιατί όταν οι άνθρωποι έχουν στενοχώριες, πρέπει να τους αφήνουμε ήσυχους και να μην τους ενοχλούμε μ’ επισκέψεις. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου άποψη για τη φιλία, και είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο. Θα περιμένω λοιπόν να έρθει η άνοιξη, και τότε θα πάω να τον δω, θα μου δώσει και ένα μεγάλο πανέρι πρίμουλες κι αυτό θα τον κάνει πολύ ευτυχισμένο.
Πολύ σκέφτεσαι τους άλλους, απάντησε η μυλωνού, καθισμένη στην αναπαυτική πολυθρόνα της μπροστά στο τζάκι. Πραγματικά, πολύ τους σκέφτεσαι. Είναι μεγάλη απόλαυση να σ’ ακούει κανείς να μιλάς για τη φιλία. Και είμαι σίγουρη πως ούτε ο πάστορας ο ίδιος δε θα μπορούσε να τα πει πιο όμορφα από σένα, κι ας μένει σε τρίπατο σπίτι, κι ας φοράει χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό του δάκτυλο.
Δεν θα μπορούσαμε όμως να καλέσουμε εδώ το μικρούλη Χανς; είπε ο μικρότερος γιος του μυλωνά. Αν ο καημένος ο Χανς έχει στενοχώριες, θα του δώσω το μισό απ’ το χυλό μου και θα του δείξω τ΄άσπρα μου κουνέλια.
Τι κουτό παιδί που είσαι! Φώναξε ο μυλωνάς. Πραγματικά, δεν ξέρω τι ωφελεί να σε στέλνω στο σχολείο. Δεν βλέπω να μαθαίνεις και τίποτε. Μα αν ερχόταν εδώ ο Χανς κι έβλεπε τη ζεστή φωτιά μας, τα πλούσια φαγητά μας και το μεγάλο μας βαρέλι με το κόκκινο κρασί, ίσως να ζήλευε, κι η ζήλια είναι πράγμα τρομερό και πολύ κακό για όλους. Δεν θα επιτρέψω να χαλάσει ο χαρακτήρας του Χανς. Είμαι ο καλύτερος του φίλος, και πάντα θα τον προσέχω και θα φροντίζω να μην μπει σε κανένα πειρασμό. Εξάλλου, αν έρθει εδώ ο Χανς, μπορεί να μου ζητήσει να του δώσω αλεύρι με πίστωση, κι αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω. Άλλο το αλεύρι και άλλο η φιλία, αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε. Οι λέξεις γράφονται διαφορετικά και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Είναι ολοφάνερο.
Τι ωραία που τα λες! είπε η μυλωνού, γεμίζοντας ένα μεγάλο ποτήρι με ζεστή μπύρα. Πραγματικά νύσταξα. Ακριβώς όπως στην εκκλησία.
Πολλοί άνθρωποι φέρονται σωστά, απάντησε ο μυλωνάς. Σωστά όμως μιλούν ελάχιστοι, πράγμα που αποδεικνύει πως το να μιλάς είναι πιο δύσκολο, και είναι υπόθεση πολύ πιο λεπτή. Κοίταξε αυστηρά το μικρό του γιο, κι αυτός ένοιωσε τέτοια ντροπή, που κατέβασε το κεφάλι του, έγινε κατακόκκινος κι άρχισε να κλαίει πάνω απ΄τη κούπα με το τσάι του. Ωστόσο, ήταν πολύ μικρός και πρέπει να τον συγχωρέσετε.
Εδώ τελειώνει η ιστορία; ρώτησε ο νεροπόντικας.
Όχι βέβαια, απάντησε η καρδερίνα. Εδώ αρχίζει.
Τότε έχεις μείνει πολύ πίσω, είπε ο νεροπόντικας. Όλοι οι καλοί παραμυθάδες σήμερα αρχίζουν με το τέλος, έπειτα πάνε στην αρχή και καταλήγουνε στη μέση. Αυτή είναι η νέα μέθοδος. Το έμαθα τις προάλλες από έναν κριτικό που έκανε βόλτες γύρω απ΄τη λίμνη συντροφιά με ένα νεαρό. Συζήτησε το θέμα εκτεταμένα, και είμαι σίγουρος πως πρέπει να είχε δίκιο, γιατί φορούσε μπλε ματογυάλια και είχε φαλάκρα, κι όποτε ο νεαρός έκανε κάποια παρατήρηση, πάντα απαντούσε, Πουφ!. Σε παρακαλώ, όμως, συνέχισε την ιστορία σου. Μ’ αρέσει τρομερά ο μυλωνάς. Έχω κι εγώ ένα σωρό όμορφα αισθήματα μέσα μου και τον καταλαβαίνω απόλυτα.
Λοιπόν, είπε η καρδερίνα, χοροπηδώντας πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, μόλις πέρασε ο χειμώνας και οι πρίμουλες άρχισαν να ανοίγουν τα χλομά κίτρινα αστέρια τους, ο μυλωνάς είπε στη γυναίκα του ότι θα κατέβαινε να δει το μικρούλη Χανς.
Μα τι καλή καρδιά που έχεις! Φώναξε η γυναίκα του. Πάντα τους άλλους σκέφτεσαι. Και θυμήσου να πάρεις το μεγάλο πανέρι για τα λουλούδια.
Έτσι, ο μυλωνάς έδεσε τα πανιά του μύλου του με μια χοντρή σιδερένια αλυσίδα και κατηφόρισε το λόφο με το πανέρι αγκαλιά.
Καλημέρα, μικρούλη Χανς, είπε ο μυλωνάς.
Καλημέρα, είπε ο Χανς, και στηρίχτηκε στο φτυάρι του χαμογελώντας από το ένα αυτί ως τα’ άλλο.
Και πως πέρασες όλο το χειμώνα; ρώτησε ο μυλωνάς.
Λοιπόν να σου πω, είπε ο Χανς, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που με ρωτάς, πραγματικά πολύ ευγενικό. Φοβάμαι πως μάλλον ταλαιπωρήθηκα, αλλά τώρα ήρθε η άνοιξη κι είμαι πολύ ευτυχισμένος, κι όλα τα λουλούδια μου πάνε πολύ καλά.
Μιλούσαμε συχνά για σένα το χειμώνα, Χανς, είπε ο μυλωνάς, κι αναρωτιόμασταν πως τα περνούσες.
Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, είπε ο Χανς. Φοβόμουν λιγάκι μήπως με είχατε ξεχάσει.
Χανς, με ξαφνιάζεις, είπε ο μυλωνάς. Η φιλία δεν ξεχνά ποτέ. Γι αυτό και είναι τόσο θαυμάσιο πράγμα. Φοβάμαι όμως ότι δεν καταλαβαίνεις την ποίηση της ζωής. Αλήθεια, τι όμορφες που είναι οι πρίμουλες σου!
Ναι, είναι πολύ όμορφες, είπε ο Χανς. Και είμαι πολύ τυχερός που έχω τόσες πολλές. Θα τις πάω στην αγορά και θα τις πουλήσω στη κόρη του δήμαρχου, και με τα λεφτά αυτά θα ξαναγοράσω το καροτσάκι μου.
Θα ξαναγοράσεις το καροτσάκι σου; Εννοείς ότι το πούλησες; Τι ανοησία!
Ε, η αλήθεια είναι, είπε ο Χανς, ότι αναγκάστηκα να το κάνω, βλέπεις, ο χειμώνας ήταν πολύ άσκημη εποχή για μένα και δεν είχα καθόλου λεφτά ν΄αγοράσω ψωμί. Έτσι, πούλησα πρώτα τα ασημένια κουμπιά απ’ το κυριακάτικο παλτό μου, έπειτα πούλησα την ασημένια μου αλυσίδα, ύστερα πούλησα τη μεγάλη μου πίπα και τελευταίο πούλησα το καροτσάκι μου. Αλλά τώρα θα τα ξαναπάρω όλα πίσω.
Χανς, είπε ο μυλωνάς, θα σου δώσω εγώ το δικό μου καροτσάκι. Δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση, και μάλιστα έχει φύγει η μια του πλευρά και κάτι δεν πάει καλά με τους τροχούς. Παρόλα αυτά όμως εγώ θα σου το χαρίσω. Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρο από μέρους μου και πολλοί άνθρωποι θα με θεωρούσαν εντελώς ανόητο που το αποχωρίζομαι, αλλά εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Νομίζω πως η γενναιοδωρία είναι η ουσία της φιλίας, κι εξάλλου, εγώ πήρα καινούργιο καροτσάκι. Ναι, μπορείς να μείνεις ήσυχος, θα σου δώσω το καροτσάκι μου.
Λοιπόν, είσαι πραγματικά γενναιόδωρος, είπε ο μικρούλης Χανς και το αστείο στρογγυλό προσωπάκι του έλαμψε ολόκληρο από χαρά. Μπορώ εύκολα να το επισκευάσω γιατί έχω μια σανίδα στο σπίτι.
Μια σανίδα! είπε ο μυλωνάς. Ε λοιπόν, είναι ακριβώς αυτό που μου χρειάζεται για τη στέγη της αποθήκης μου. Έχει μια πολύ μεγάλη τρύπα, και το καλαμπόκι θα βραχεί αν δεν τη βουλώσω. Ευτυχώς που μου το είπες! Είδες λοιπόν πώς η μια καλή πράξη φέρνει την άλλη; Σου χάρισα το καροτσάκι μου και τώρα εσύ θα μου χαρίσεις τη σανίδα σου. Βέβαια, το καροτσάκι αξίζει πολύ περισσότερο από τη σανίδα, η αληθινή φιλία όμως κάτι τέτοια δεν τα προσέχει ποτέ. Σε παρακαλώ, φέρ’ την αμέσως, και σήμερα κιόλας θα βάλω μπροστά να επισκευάσω την αποθήκη μου.
Φυσικά, φώναξε ο μικρούλης Χανς, κι έτρεξε στο υπόστεγο και έβγαλε τη σανίδα.
Δεν είναι και πολύ μεγάλη, είπε ο μυλωνάς κοιτάζοντας την, και φοβάμαι πως όταν θα επισκευάσω τη στέγη μου, δε θα περισσέψει και για το καροτσάκι σου. Φυσικά, δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Και τώρα, μια και σου χάρισα το καροτσάκι μου, είμαι σίγουρος ότι θα ΄θελες να μου δώσεις μερικά λουλούδια για αντάλλαγμα. Ορίστε το πανέρι, και κοίτα να το γεμίσεις μέχρι πάνω.
Μέχρι πάνω; είπε ο μικρούλης Χανς, κάπως λυπημένα, γιατί ήταν στ’ αλήθεια πολύ μεγάλο το πανέρι, κι ήξερε πως αν το γέμιζε, δε θα του έμεναν καθόλου λουλούδια για την αγορά, κι ήθελε πολύ να πάρει πίσω τα ασημένια του κουμπιά.
Λοιπόν, αλήθεια, απάντησε ο μυλωνάς, μια και σου χάρισα το καροτσάκι μου, δε νομίζω ότι είναι υπερβολικό να σου ζητήσω και μερικά λουλούδια. Μπορεί να κάνω λάθος, θα έλεγα όμως ότι η φιλία, η αληθινή φιλία, είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάθε μορφής ιδιοτέλειες.
Αγαπημένε μου φίλε, καλέ μου φίλε, αναφώνησε ο μικρούλης Χανς, μετά χαράς να πάρεις όλα τα λουλούδια από τον κήπο μου. Χίλιες φορές περισσότερο με ενδιαφέρει η γνώμη σου για μένα παρά τα ασημένια μου κουμπιά. Κι έτρεξε και έκοψε όλες τις όμορφες πρίμουλες του και γέμισε το πανέρι του μυλωνά.
Αντίο μικρούλη Χανς, είπε ο μυλωνάς, κι ανηφόρισε το λόφο με τι σανίδα στον ώμο του και το πανέρι αγκαλιά.
Αντίο, είπε ο μικρούλης Χανς, κι άρχισε να σκάβει με πολύ κέφι, τόσο είχε χαρεί για το καροτσάκι.
Την άλλη μέρα, στερέωνε το αγιόκλημα στη βεράντα του, όταν άκουσε τη φωνή του μυλωνά να τον φωνάζει από τον δρόμο. Πήδηξε λοιπόν από τη σκάλα, έτρεξε στον κήπο και κοίταξε πίσω από τη μάντρα. Ήταν ο μυλωνάς με ένα μεγάλο σακί αλεύρι φορτωμένο στον ώμο του.
Αγαπημένε μου μικρούλη Χανς, είπε ο μυλωνάς, θα σε πείραζε να μου κουβαλήσεις αυτό το σακί αλεύρι στην αγορά;
Ω, λυπάμαι πολύ, είπε ο Χανς, μα έχω στ’ αλήθεια πολλή δουλειά σήμερα. Πρέπει να στερεώσω όλα τα αναρριχητικά, να ποτίσω όλα μου τα λουλούδια και να κουρέψω όλο το γρασίδι.
Ε, λοιπόν, τι να σου πω, είπε ο μυλωνάς. Αν λάβεις υπόψη σου ότι θα σου χαρίσω το καροτσάκι μου, δεν το βρίσκω καθόλου φιλικό εκ μέρους σου να αρνιέσαι.
Ω, μην το λες αυτό, είπε ο μικρούλης Χανς, δε θα το έκανα για τίποτα στον κόσμο, έτρεξε μέσα να πάρει το σκούφο του και ξεκίνησε με κόπο, κουβαλώντας το μεγάλο σακί στους ώμους του. Έκανε πολύ ζέστη εκείνη τη μέρα και ο δρόμος είχε φοβερή σκόνη, και πριν ο Χανς φτάσει στο έκτο μίλι είχε κουραστεί τόσο πολύ που αναγκάστηκε να καθίσει κάτω να ξεκουραστεί. Ωστόσο, συνέχισε γενναία τον δρόμο του, κι επιτέλους έφτασε στην αγορά. Αφού περίμενε εκεί για λίγο, πούλησε το σακί με το αλεύρι σε πολύ καλή τιμή και ύστερα ξεκίνησε αμέσως για το σπίτι, γιατί φοβόταν μήπως πέσει σε τίποτα ληστές στον δρόμο αν αργούσε να γυρίσει.
Ήταν πραγματικά πολύ κουραστική η μέρα σήμερα, σκέφτηκε ο μικρούλης Χανς καθώς πήγαινε για ύπνο, χαίρομαι όμως που δεν είπα όχι στον μυλωνά, γιατί είναι ο καλύτερος μου φίλος, κι εξάλλου, θα μου χαρίσει και το καροτσάκι του.
Νωρίς το άλλο πρωί, ο μυλωνάς κατέβηκε να πάρει τα λεφτά για το σακί με το αλεύρι, αλλά ο μικρούλης Χανς ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν είχε σηκωθεί ακόμη από το κρεβάτι.
Μα τη πίστη μου, είπε ο μυλωνάς, είσαι πολύ τεμπέλης. Και πραγματικά, αν σκεφτείς ότι θα σου χαρίσω το καροτσάκι μου, θα μπορούσες να δουλέψεις πιο σκληρά. Η τεμπελιά είναι μεγάλη αμαρτία, και δε μου αρέσει να έχω φίλους τεμπέληδες ή νωθρούς. Δεν πρέπει να σε ενοχλεί που σου μιλώ τόσο απερίφραστα. Ούτε που θα το σκεφτόμουν βέβαια να σου τα πω αυτά αν δεν ήμουν φίλος σου. Αλλά τι νόημα έχει η φιλία αν δεν μπορεί κανείς να πει ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του; Χαριτωμένα πράγματα μπορεί να λέει ο καθένας για να ευχαριστήσει και να κολακέψει τον άλλον, αλλά ο αληθινός φίλος πάντα λέει δυσάρεστα πράγματα και δεν τον νοιάζει αν πληγώνει. Και μάλιστα, αν είναι αληθινός φίλος, το προτιμάει αυτό, γιατί ξέρει ότι τότε κάνει καλό.
Λυπάμαι πολύ, είπε ο μικρούλης Χανς, τρίβοντας τα μάτια του και βγάζοντας τη σκούφια του, αλλά ήμουν τόσο κουρασμένος, που σκέφτηκα να μείνω για λίγο στο κρεβάτι και να ακούω τα πουλιά να κελαηδάνε. Το ξέρεις ότι πάντα δουλεύω καλύτερα όταν έχω ακούσει τα πουλιά να κελαηδάνε;
Λοιπόν, χαίρομαι γι αυτό, είπε ο μυλωνάς χτυπώντας το μικρούλη Χανς στη πλάτη, γιατί μόλις ντυθείς, θέλω να έρθεις στο μύλο για να μου φτιάξεις τη στέγη της αποθήκης μου.
Ο καημένος ο μικρούλης Χανς βιαζόταν να πάει να δουλέψει στον κήπο του, γιατί τα λουλούδια του είχαν μείνει δυο μέρες απότιστα, αλλά δεν ήθελε να πει όχι στο μυλωνά, μια και ήταν τόσο καλός φίλος του.
Νομίζεις πως δε θα ήταν φιλικό από τη μεριά μου αν σου έλεγα ότι είμαι απασχολημένος; ρώτησε δειλά.
Ε, στ' αλήθεια, απάντησε ο μυλωνάς, δε νομίζω ότι σου ζητάω πολλά, αν σκεφτείς ότι θα σου χαρίσω το καροτσάκι μου. Αν μου αρνηθείς βέβαια, θα πάω να το κάνω μόνος μου.
Ω, αυτό αποκλείεται, φώναξε ο μικρούλης Χανς και πετάχτηκε πάνω, ντύθηκε και πήγε στην αποθήκη. Δούλεψε εκεί όλη μέρα, ως το ηλιοβασίλεμα, και το ηλιοβασίλεμα, ο μυλωνάς ήρθε να δει πως τα πήγαινε.
Επισκεύασες την τρύπα στη στέγη μικρούλη Χανς; φώναξε ο μυλωνάς με χαρούμενη φωνή.
Τελείωσε, απάντησε ο μικρούλης Χανς, κατεβαίνοντας από τη σκάλα.
Α, είπε ο μυλωνάς, δεν υπάρχει πιο ευχάριστη δουλειά από αυτήν που κάνει κανείς για τους άλλους.
Είναι το δίχως άλλο μεγάλο προνόμιο να σε ακούει κανείς να μιλάς, απάντησε ο μικρούλης Χανς, και κάθισε κάτω σκουπίζοντας το μέτωπο του, πολύ μεγάλο προνόμιο. Φοβάμαι όμως ότι εγώ ποτέ δε θα έχω τέτοιες όμορφες ιδέες σαν τις δικές σου.
Ω, θα σου έρθουν, είπε ο μυλωνάς, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο. Αυτή τη στιγμή, ξέρεις μόνο τη πρακτική πλευρά της φιλίας, κάποια μέρα θα μάθεις και τη θεωρία.
Το πιστεύεις στ αλήθεια; ρώτησε ο μικρούλης Χανς.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία, απάντησε ο μυλωνάς, μα τώρα που έφτιαξες τη στέγη, καλύτερα να πας στο σπίτι σου να ξεκουραστείς, γιατί αύριο θέλω να πας τα πρόβατα μου στο βουνό.
Ο καημένος ο μικρούλης Χανς φοβήθηκε να φέρει αντίρρηση, και νωρίς το άλλο πρωί, ο μυλωνάς έφερε τα πρόβατα στο σπίτι του κι ο Χανς τα πήρε και ξεκίνησε για το βουνό. Του πήρε όλη τη μέρα να φτάσει εκεί και να γυρίσει, κι όταν γύρισε, ήταν τόσο κουρασμένος, που τον πήρε ο ύπνος στη καρέκλα του και δεν ξύπνησε παρά μονάχα όταν ξημέρωσε για τα καλά.
Τι όμορφα που θα τα περάσω στον κήπο μου! είπε, και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Όμως ποτέ δεν κατάφερνε να φροντίσει τα λουλούδια του γιατί ο φίλος του ο μυλωνάς ερχόταν συνέχεια και τον έστελνε σε μακρινά θελήματα, ή τον έβαζε να δουλεύει στο μύλο. Το μικρούλης Χανς καμιά φορά τον έπιανε απελπισία, γιατί φοβόταν μήπως νομίσουν τα λουλούδια του πως τα είχε ξεχάσει, αλλά παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι ο μυλωνάς ήταν ο καλύτερος του φίλος. Εξάλλου, έλεγε, θα μου χαρίσει το καροτσάκι του, κι αυτό είναι πράξη γνήσιας γενναιοδωρίας.
Κι έτσι, ο μικρούλης Χανς δούλευε για το μυλωνά, κι ο μυλωνάς έλεγε ένα σωρό ωραία πράγματα για τη φιλία, που ο Χανς σημείωνε σε ένα τετράδιο και τα ξαναδιάβαζε το βράδυ, γιατί ήταν πολύ καλός μαθητής.
Ένα βράδυ λοιπόν που ο μικρούλης Χανς καθόταν κοντά στο τζάκι του, άκουσε ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα. Η νύχτα ήταν άγρια, κι ο άνεμος λυσσομανούσε έξω από το σπίτι, τόσο τρομερά, που στην αρχή νόμιζε ότι ήταν απλώς η καταιγίδα. Ακολούθησε όμως ένα δεύτερο χτύπημα και έπειτα ένα τρίτο, ακόμη πιο δυνατό.
Θα ‘ναι κανένας φτωχός ταξιδιώτης, μονολόγησε ο μικρούλης Χανς, κι έτρεξε στη πόρτα. Ήταν ο μυλωνάς με ένα φανάρι στο ένα χέρι και μια μεγάλη μαγκούρα στο άλλο.
Αγαπημένε μικρούλη Χανς, φώναξε ο μυλωνάς, έπαθα μεγάλη συμφορά. Ο μικρός μου γιος έπεσε από τη σκάλα και χτύπησε και πάω να φέρω το γιατρό. Αλλά μένει πολύ μακριά κι έχει τέτοια κακοκαιρία, που σκέφτηκα πως θα ήταν προτιμότερο να πας εσύ αντί για μένα. Ξέρεις ότι θα σου δώσω το καροτσάκι μου, είναι λοιπόν δίκαιο να κάνεις κι εσύ κάτι για μένα για να μου το ανταποδώσεις.
Φυσικά, φώναξε ο μικρούλης Χανς, το θεωρώ μεγάλη μου τιμή που με σκέφτηκες και θα ξεκινήσω αμέσως. Πρέπει όμως να μου δανείσεις το φανάρι σου, γιατί η νύχτα είναι τόσο σκοτεινή, που φοβάμαι μην πέσω σε κανένα χαντάκι.
Λυπάμαι πολύ, απάντησε ο μυλωνάς, αλλά είναι το καινούργιο μου φανάρι, και θα ‘ταν μεγάλη απώλεια για μένα αν πάθαινε τίποτα.
Ε, δεν πειράζει, κάνω και χωρίς αυτό, απάντησε ο μικρούλης Χανς, ξεκρέμασε το βαρύ γούνινο παλτό του και το ζεστό κόκκινο σκούφο του, έδεσε ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό του και ξεκίνησε.
Τι φοβερή καταιγίδα ήταν αυτή! Κι ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι, που ο μικρούλης Χανς δεν έβλεπε τίποτα, και φύσαγε τόσο δυνατά ο άνεμος, που με δυσκολία στεκότανε στα πόδια του. Ωστόσο, φάνηκε πολύ γενναίος, και μετά από τρεις ώρες δρόμο, έφτασε στο σπίτι του γιατρού και χτύπησε τη πόρτα.
Ποιος είναι; φώναξε ο γιατρός, βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του.
Ο μικρούλης Χανς, γιατρέ!
Τι θέλεις, μικρούλη Χανς;
Ο γιος του μυλωνά έπεσε από μια σκάλα και χτύπησε, κι ο μυλωνάς θέλει να πάτε αμέσως.
Εντάξει, είπε ο γιατρός. Διέταξε να ετοιμάσουν το άλογο του, τις μπότες του και το φανάρι του, κατέβηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του μυλωνά, ενώ ο μικρούλης Χανς τον ακολουθούσε σκουντουφλώντας. Όμως η θύελλα δυνάμωνε ολοένα, η βροχή έπεφτε καταρράκτης, κι ο μικρούλης Χανς δεν έβλεπε που πήγαινε και δεν προλάβαινε το άλογο. Στο τέλος, έχασε το δρόμο του και ξεστράτισε στο ρεικότοπο που ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος, γιατί ήταν γεμάτο βαθιές τρύπες, κι εκεί ο μικρούλης Χανς πνίγηκε. Κάτι γιδοβοσκοί βρήκανε την άλλη μέρα το πτώμα του να επιπλέει σε ένα νερόλακκο και το μετέφεραν στο σπίτι του.
Όλοι πήγαν στην κηδεία του μικρούλη Χανς, γιατί τον αγαπούσανε πολύ, και πιο λυπημένος από όλους ήταν ο μυλωνάς.
Μια και ήμουν ο καλύτερος του φίλος, είπε ο μυλωνάς, το σωστό είναι να έχω εγώ τη πρώτη θέση, κι έτσι, προχωρούσε πρώτος στην πομπή, τυλιγμένος μες στο μακρύ μαύρο παλτό του, και κάθε τόσο σφούγγιζε τα μάτια του με ένα μεγάλο μαντίλι.
Ο θάνατος του μικρούλη Χανς είναι πραγματικά μεγάλη απώλεια για όλους, είπε ο σιδεράς, όταν τελείωσε η κηδεία και είχαν βολευτεί στο πανδοχείο, πίνοντας κρασί με κανέλα και τρώγοντας γλυκό.
Μεγάλη απώλεια και για μένα, πρόσθεσε ο μυλωνάς. Ξέρετε, του είχα δώσει σχεδόν το καροτσάκι μου και τώρα δεν ξέρω τι να το κάνω. Πιάνει τόπο στο σπίτι κι είναι σε τόσο κακή κατάσταση, που και να το πουλήσω δε θα πιάσω φράγκο. Δεν ξαναχαρίζω τίποτε άλλη φορά. Παραείναι βαρύ το τίμημα της γενναιοδωρίας.
Λοιπόν; είπε ο νεροπόντικας μετά από μια μεγάλη παύση.
Λοιπόν, τελείωσε, είπε η καρδερίνα.
Και τι απόγινε ο μυλωνάς; ρώτησε ο νεροπόντικας.
Ω! Δεν έχω ιδέα, απάντησε η καρδερίνα, και δε μ΄ενδιαφέρει κιόλας.
Είναι ολοφάνερο ότι δεν έχεις ίχνος συμπόνιας μέσα σου, είπε ο νεροπόντικας.
Φοβάμαι ότι σου διαφεύγει το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας, παρατήρησε η καρδερίνα.
Το ποιο; στρίγγλισε ο νεροπόντικας.
Το ηθικό δίδαγμα.
Εννοείς ότι η ιστορία έχει ηθικό δίδαγμα;
Βεβαίως, είπε η καρδερίνα.
Ε, λοιπόν, είπε ο νεροπόντικας πολύ θυμωμένα, νομίζω ότι αυτό θα έπρεπε να μου το είχες πει προτού αρχίσεις. Αν μου το είχες πει, σίγουρα δεν θα καθόμουν να σε ακούσω. Θα έλεγα «πουφ!» σαν τον κριτικό. Μπορώ βέβαια να το πω και τώρα! Φώναξε λοιπόν «πουφ!» όσο πιο δυνατά μπορούσε, τίναξε την ουρά του και χώθηκε πάλι στη τρύπα του.
Πως σου φαίνετε ο νεροπόντικας; ρώτησε η πάπια που κατέφτασε κολυμπώντας λίγα λεπτά αργότερα. Έχει πολλά καλά στοιχεία, αλλά εγώ από τη μεριά μου έχω μητρικά αισθήματα και δεν καταφέρνω ποτέ να κοιτάξω εργένη δίχως να μου έρθουν δάκρυα στα μάτια.
Φοβάμαι ότι μάλλον τον εκνεύρισα, απάντησε η καρδερίνα. Είναι γεγονός ότι του είπα ένα παραμύθι με ηθικό δίδαγμα.
Α! αυτό είναι πάντα επικίνδυνο, είπε η πάπια.
Και συμφωνώ κι εγώ απόλυτα μαζί της.
Καλά Χριστούγεννα!