Το τελευταίο μου καλοκαίρι στην Αθήνα δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία με φύλακες απέξω, διπλές πόρτες ασφαλείας, συστήματα ελέγχου απ’ αυτά που έχουν στα αεροδρόμια, κάμερες παντού, κάρτες και κωδικούς για να μπεις σε κάθε αίθουσα, υπογραφές στο μπες και στο βγες και γενικά αρκετά κλειστοφοβικά και με αρκετούς περιορισμούς καθώς δεν μπορούσες να βγεις έξω εκτός της προκαθορισμένης ώρας εκτός και αν ζητούσες ειδική άδεια με υπογραφές από προϊσταμένους κλπ.
Επίσης εκείνο το καλοκαίρι ήμουν τρελά ερωτευμένη με τον ΨΞΠΣΠΕΥΠΚΚΑΦ ο οποίος μπουχτισμένος μετά από τέσσερα χρόνια που προσπαθούσε να με προσεγγίσει κι εγώ δεν ήξερα τι μου γινόταν αποφάσισε όχι και τόσο ξαφνικά να με αγνοεί και να με αποφεύγει οδηγώντας με στη μαύρη απελπισία.
Ένα πρωί λοιπόν, στο λεωφορείο για τη δουλειά κοίταζα αφηρημένα έξω από το παράθυρο και βλέπω στη στάση του λεωφορείου για αεροδρόμιο τον λεγάμενο με τη βαλιτσούλα του έτοιμο προφανώς για Κύπρο! Αμάν λέω, δε γίνεται να σηκωθεί να φύγει, πρέπει να μιλήσουμε, ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε να μου πει ότι φεύγει, πρέπει να τον προλάβω να του πω τι νοιώθω γι’ αυτόν, τουλάχιστον θα ξέρω αν με θέλει ακόμα ή όχι.
Δίσταζα όμως. Πως θα αντιδράσει; Αν με κοροϊδέψει; Αν θυμώσει; Αν με πληγώσει; Και τι θα του πω; Ότι τον αγαπώ; Αφού δεν τον αγαπώ, πότε πρόλαβα να τον αγαπήσω;! Πρέπει να κόψω τες ηλίθιες ταινίες! Να του πω να μείνει; Αφού πάει αεροδρόμιο, φεύγει. Σιγά μη μείνει για μένα! Πότε επιστρέφει άραγε;
Έφτασα στη στάση μου, η είσοδος της εταιρείας ήταν απέναντι κι εγώ ακόμα δεν ήξερα τι να κάνω, να πάω στη δουλειά ή στο αεροδρόμιο; Πάω στη κεντρική πύλη και σημειώνει ο πρώτος φύλακας ότι μπήκα. Προχωρώ μέσα και φτάνω στον δεύτερο που με καλημερίζει, υπογράφει ότι μπήκα, προχωρώ προς τα μέσα και λίγο πριν φτάσω στη διπλή πόρτα ασφαλείας με τις κάμερες κάνω μεταβολή και αρχίζω να τρέχω προς την έξοδο.
Ευτυχώς ήταν πριν την 9/11 αλλιώς δεν μπορεί, θα με πυροβολούσαν!
Έφτασα στη στάση, εκείνη την ώρα περνούσε το λεωφορείο για το αεροδρόμιο και μπήκα μέσα λαχανιασμένη. Σκάναρα τους επιβάτες για το παλικάρι, πουθενά. Εντάξει λέω θα είναι πιο μπροστά, θα τον προλάβω στο αεροδρόμιο. Φτάνοντας στις αναχωρήσεις κοίταξα στον πίνακα όλες τις πτήσεις για Λάρνακα και ξεκίνησα να ελέγχω τα check points. Ευτυχώς τον πέτυχα αμέσως, με κοίταζε με ανοικτό το στόμα που πλησίαζα κι εγώ του έριξα ένα τεράστιο χαμόγελο. Τότε πρόσεξα ότι μαζί του ήταν και δύο φίλοι του και όλο μου το θάρρος εξαφανίστηκε.
Άρχισα να του λέω ότι ήμουν στο αεροδρόμιο επειδή έφευγε ένας ξάδελφος μου και διάφορες άλλες μαλακίες ενώ αυτός με κοίταζε ακόμα με ανοικτό το στόμα. Όταν θα προχωρούσαν προς την έξοδο τον χαιρέτησα με ένα ύφος «άντε γεια στα τσακίδια» το οποίο ήταν άμυνα αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω και να το σταματήσω εκείνη τη στιγμή και εκείνος κοντοστάθηκε και με κοίταζε με ανοικτό ακόμα το στόμα αλλά δεν του είπα τίποτα και δεν μου είπε ούτε εκείνος τίποτα.
Βγήκα έξω, μπήκα κλαίγοντας στο πρώτο λεωφορείο που βρήκα μπροστά μου το οποίο πήγαινε Πειραιά και κατέληξα στο λιμάνι. Χάζεψα λίγο τα καράβια, πήρα το τρένο για Αθήνα, κατέβηκα σε ένα σουπερμάρκετ κοντά στο σπίτι μου, πήρα ένα πακέτο έτοιμα φύλλα κρέπας, ένα κουτί νουτέλα το μεγάλο, ένα σακούλι φουντούκια και πεντέξι Smirnoff ice και πήγα σπίτι όπου με περίμενε καθισμένος στα σκαλιά της εισόδου ο ΨΞΠΣΠΕΥΠΚΚΑΦ.
Ναι, καλά! …και πήγα σπίτι από όπου ξεμύτισα δύο μέρες αργότερα.
Τα χρόνια περάσανε, στα αισθηματικά εξακολουθώ να είμαι το ίδιο ηλίθια, αυτό είναι το πιο παλαβό πράμα που έχω κάνει ποτέ για έναν άντρα και αυτός ούτε καν το ξέρει!
Αν θέλετε πείτε κι εσείς τα δικά σας!