Κάμνοντας κλικ ποτζεί ποδά κατέληξα να κάμνω ένα τεστ για το πόσον χρονών
εν ο εγκέφαλος μου τζαι εφκήκα εικοσιπεντάχρονη. Τωρά κατά πόσο μπορούν να το
κρίνουν από έξι ερωτήσεις δεν με πείθει τζαι πολλά αλλά είμαι πολύ νέα για να
το αμφισβητήσω.
Όταν ήμουν που τα καλά εικοσιπεντάχρονη, το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν το
ότι ήμουν αναγκασμένη να μένω Κύπρο. Ήταν αληθινό πρόβλημα τζαι όι άππωμα αλλά
παρόλο που καμιά φορά κάμνω την, στην πραγματικότητα μισώ τες drama queens έτσι όσο τζαι
αν το θέλω, εν θα κλαφτώ για το θέμα.
Είχα συμφοιτήτριες στην Αθήνα που εν εθέλαν να φκαίνουν γιατί εν εμπορούσαν
να ταλαιπωρούνται μες τα ταξί τζαι τα λεωφορεία. Είχα συμφοιτήτρια που κάθε
Παρασκευή έμπαινε μες το κτελ πέντε ώρες να πάει στον Βόλο τζαι κάθε Δευτέρα
πρωί έρκετουν κλαμένη τζαι φορτωμένη ταπεράκια κατευθείαν από τα κτελ για
μάθημα. Είχα έντονη άποψη για το θέμα τότε, για αυτό μάλλον όι τζαι πολλές φίλες
–δεν είμαι τζαι το πιο συμπαθητικό πλάσμα του κόσμου φοούμαι.
Τζαι μετά ήρτα Κύπρο τζαι άρχισα να φκαίνω μέχρι που πολύ σύντομα κατάλαβα
ότι εν άξιζε τον κόπο τζαι ότι καλύτερα να κάθομαι σπίτι να μιλώ με το ταβάνι.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν, μόλις ήρτα, μια έξοδος για σινεμά. Στην Αθήνα
θα επηαίναμε σινεμά, μετά για ένα καφέ ή ποτό, θα μιλούσαμε, θα περπατούσαμε,
θα ελέαμε βλακείες μες τη μέση του δρόμου. Στην ώριμη ηλικία των εικοσιπέντε
παρά κάτι όμως, βρεθήκαμε μια παρέα έξω από το σινεμά, είδαμε την ταινία,
σχολιάσαμε στην έξοδο ότι ήταν πολλά καλή, μπήκαμε η καθεμιά στο αυτοκίνητο της
και πήγαμε σπίτια μας.
Μια άλλη παρέα, ήθελε να πηαίννουμε να καθόμαστε κάθε Σάββατο στα Starbucks. Καθόμασταν, χάσκαμε καμιά δεκαριά άτομα το ένα
το άλλο χωρίς καμιά ουσιαστική συζήτηση τζαι μετά επηένναμε σπίτια μας. Με μια
φίλη αναρωτιόμασταν πως γίνεται τόσοι άντρες στην παρέα, να μην ενδιαφέρεται
κανένας για καμιά από τις γυναίκες. Νομίζαμε ότι ήμασταν τέρατα, που ακόμα τζαι
τούτοι οι βαρετοί χαζοβιόληδες δεν ήθελαν, αργήσαμε πολύ να καταλάβουμε ότι τα
είχαν αναμεταξύ τους τζαι ήμασταν η κάλυψη τους γιατί ήταν τζαι κομπλεξικοί
πουπάνω.
Το καλοκαίρι που έκλεισα τα εικοσιπέντε, ήταν το πρώτο καλοκαίρι εκτός
Αθήνας τζαι στες πρώτες διακοπές από την πρώτη δουλειά με τα πρώτα λεφτά που
έπιασα, επήα για προσκύνημα στες παλιές μου γειτονιές. Έφυα ξημερώματα Σαββάτου
μετά τη δουλειά τζαι ήρτα πίσω Κύπρο δύο βδομάδες αργότερα απόγευμα Κυριακής
πριν πάω δουλειά την Δευτέρα.
Εντελώς λάθος κίνηση διότι αν είσαι μπροστά από ένα κομπιούτερ τούτη τη
Δευτέρα ενώ την προηγούμενη Δευτέρα ήσουν στην Σαντορίνη τζαι έτσι ώρα
εκάθεσουν πουπάνω που το ηφαίστειο ενώ σήμερα κάθεται πουπάνω που τη κκελέ σου
ο προϊστάμενος, ένα μικρό πανικό τον παθαίνεις.
Που τότε, όποτε πάω Αθήνα δεν μένω ποτέ πάνω από 4-5 μέρες διότι πρόσεξα
πως πάνω από πέντε μέρες συνηθίζεις τζαι εν θέλεις να φύεις επομένως η
κατάθλιψη της επιστροφής θέλει πάνω από τρίμηνο να περάσει ενώ οι λλίες μέρες
αφήνουν σε με μιαν αίσθηση ανικανοποίητου που σε κάμνει να κλείεις το επόμενο
ταξίδι μόλις έρτεις που το προηγούμενο. Όταν δουλεύεις τζαι έσιεις λεφτά
τουλάχιστον. Αλλιώς παλεύκεις μες το μπλογκ να μεν είσαι drama queen.
Εθυμήθηκα τζαι μια κότα συνάδελφο τωρά που μας ελάλεν με περηφάνια
αναλυτικά όλες τες μέρες των διακοπών της, εγώ κλασικά δεν εμιλιούμουν τζαι
ενομίζαν ούλλοι ότι εν επήα πούποτε τζαι όταν με ρώτησε συγκαταβατικά που επήα
τζαι είπα της, εστραβομουτσούνιασε γιατί εν καλή η συγκατάβαση αλλά όι τζαι να
πηαίννεις κάπου –που πιστεύκουν ότι είναι– πιο ωραία που τζείνους.
Ίντα κόσμος κυκλοφορεί ρε γαμώτο. Δε βαριέσαι, εβρυκολάτζιασα τζαι πόψε,
του χρόνου πιον.